devotee$20864$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

devotee$20864$ - translation to ελληνικό

Handicap fetishism; Disability pornography; Disability devotee; Disability fetishism

devotee      
n. λάτρης, αφωσιωμένος, μερακλής

Ορισμός

Devout
·noun A Devotee.
II. Devout ·noun A devotional composition, or part of a composition; devotion.
III. Devout ·vt Expressing devotion or piety; as, eyes devout; sighs devout; a devout posture.
IV. Devout ·vt Warmly devoted; hearty; sincere; earnest; as, devout wishes for one's welfare.
V. Devout ·vt Devoted to religion or to religious feelings and duties; absorbed in religious exercises; given to devotion; pious; reverent; religious.

Βικιπαίδεια

Attraction to disability

Attraction to disability is a sexualised interest in the appearance, sensation and experience of disability. It may extend from normal human sexuality into a type of sexual fetishism. Sexologically, the pathological end of the attraction tends to be classified as a paraphilia. Other researchers have approached it as a form of identity disorder. The most common interests are towards amputations, prosthesis, and crutches.